-
1 οὔτε
A and not, Il.22.265 (v.l.), Hdt.3.155 (v.l.); οὔτε γὰρ ἐκείνους διδόναι, Lat. neque enim, Id.1.3 (prob. f.l. for οὐδὲ); and occasionally in later writers, Arist.Ph. 208a8, Luc.Par.27,53, etc.II mostly repeated, οὔτε.., οὔτε .. neither.., nor.., Lat. neque.., neque.., Hom., etc.—Hom. freq. joins another Particle with the first or second οὔτε, as οὔτ' ἂρ.., οὔτε.. ; οὔτ' ἂρ.., οὔτ' ἂρ.. ; οὔτ' ἄρ τε.., οὔτ' ἄρα .. Il.5.89; οὔτ' οὖν, v. οὖν 1; οὔτε.. οὖν.., οὔτ' ἄρα .. 20.7; οὔτ' ἄρ.., οὔτε τι .., or οὔτε τι.., οὔτε .., 1.115, Od.1.202; so too οὔτε.., οὔτε μὴν .. X.Cyr.4.3.12; οὔτε.., οὔτ' αὖ .., v. infr. 3.2 freq. used to divide up a general negation into two or more parts,ὡς δ' ἐν ὀνείρῳ οὐ δύναται φεύγοντα διώκειν, οὔτ' ἂρ ὁ τὸν δύναται ὑποφεύγειν οὔθ' ὁ διώκειν Il.22.200
; thrice repeated,οὔ μοι Τρώων.. μέλει ἄλγος.., οὔτ' αὐτῆς Ἑκάβης οὔτε Πριάμοιο ἄνακτος οὔτε κασιγνήτων 6.450
;οὐκ ἔπειθεν οὔτε τοὺς στρατηγοὺς οὔτε τοὺς στρατιώτας Th.4.4
: without a neg. preceding, Il.1.490, 2.202, etc.3 within one of the two clauses distd. by οὔτε a subordinate part may be introduced by οὐδέ, οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ' ὑάκινθος ( οὐθ' codd.), ;οὔτε.. ἀπέφηνεν οὐδὲ παρέσχηται μάρτυρας, οὔτ' αὖ τὸν ἀριθμὸν.. ἐπανέφερεν D.27.49
: sts. after several clauses distd. by οὔτε the last is introduced emphat. by οὐδέ, οὔτε φάρμακα οὔτε καύσεις οὔτε τομαὶ οὐδ' αὖ ἐπῳδαί nor yet incantations, Pl. R. 426b, cf. 499b (so μηδέ after clauses withμήτε, μήτε παιδεία μήτε δικαστήρια μήτε νόμοι μηδὲ ἀνάγκη μηδεμία Id.Prt. 327d
); so οὐδέ ([etym.] μηδέ) may sts. follow a single οὔτε (μήτε), οὐδέ ποτέ σφιν οὔτε τι πημανθῆναι ἔπι δέος, οὐδ' ἀπολέσθαι neither to suffer misery, nor yet to die, v. l. in Od.8.563, cf. Pi.P.8.83, I.2.44, S.OC 1139, 1141 (s.v.l.), 1297 (cj.), Pl. Ap. 19d: in many of these places, however, the readings vary, and editors have altered οὐδέ into οὔτε; but this cannot be done in some cases, asοὔτ' ἂν ὑπό γε ἑνὸς.. πάθοι, ἴσως δ' οὐδὲ ὑπὸ πλεόνων Id.La. 182b
: so when οὔτε is folld. by οὐδὲ μέν, Od.13.207; by οὐδὲ μήν, X. Cyr.4.5.27; οὐδ' αὖ, v. supr.—But οὔτε ([etym.] μήτε ) cannot be used simply answering to οὐδέ ([etym.] μηδέ), v. μηδέ A. 2.4 οὔτε may be folld. by a Posit. clause with τε, οὔτ' αὐτὸς κτενέει, ἀπό τ' ἄλλους πάντας ἐρύξει he both will not kill and will defend, Il.24.156, cf. A.Pr. 246, 262, Hdt.5.49, X.An.7.7.48, etc.: sts. the neg. is added after the τε, οὔτ' ὦν.. καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει.. φέρειν Pi.N.11.40
, cf. S. Ant. 763, E.Hipp. 302;κυάμους δὲ οὔτε τι μάλα σπείρουσι, τούς τε γενομένους οὔτε τρώγουσι οὔτε ἕψοντες πατέονται Hdt.2.37
: the combination οὔτε.., καί .. is dub. in E.IT 591, but is found in later writers, as Luc.DMeretr.2.4, Chor.in Rev.Phil.1877.218.5 οὔτε is freq., by anacoluthon, folld. not by a second οὔτε, but by some other Particle, as by οὐδέ, v. supr. 3; by δέ alone, Il.24.368, Hdt.1.108, Pl.R. 388e, X.An.6.3.16.b in Poets, οὐ sts. follows without any conjunctive Particle,οὐκ ἦν ἀλέξημ' οὐδὲν οὔτε βρώσιμον, οὐ χριστόν, οὔτε πιστόν A.Pr. 479
; οὔτε πλινθυφεῖς δόμους.. ᾖσαν, οὐ ξυλουργίαν ib. 450, cf. Theoc.15.139 sq.;οὔτε βλάστας.. πατρός, οὐ μητρὸς εἶχον S.OC 972
, cf. Ant. 249, E.Or.41: so also in the Prose of Hdt., ἐς ποταμὸν οὔτε ἐνουρέουσι οὔτε ἐμπτύουσι, οὐ χεῖρας ἐναπονίζονται, οὐδέ .. 1.138.c in Poets also οὔτε is sts. replaced byοὐ, οὐ νιφετὸς οὔτ' ἂρ χειμὼν πολὺς οὔτε ποτ' ὄμβρος Od.4.566
; (dub. l.), cf. Il.1.115, Od.9.136, A.Pers. 588 (lyr., s. v.l.), etc.d the former οὔτε is sts. omitted,ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών Pi.P.10.29
; νόσοι δ' οὔτε γῆρας ib.41; , cf. Ch. 294; and v. μήτε 2. -
2 πλημμελέω
πλημμελ-έω, prop.A make a false note in music, but in usage, metaph., offend, err,τί πλημμελήσας; E.Ph. 1655
, cf. Pl.Phd. 117e, al.; ; ;παρὰ τοὺς νόμους Din.1.62
; , cf. Rev.Phil.1929.142 ([place name] Iasos), POxy.1119.18 (iii A.D.);εἴς τινα τῷ λόγῳ Aeschin.1.167
, cf. Phld.Ir.p.83 W.: c. part.,μὴ οὖν τι πλημμελήσομεν καλοῦντες..; Pl.R. 480a
, cf. Sph. 244b : rarely c. acc., offend against,τὸν πάλαι προτετελευτηκότα D.S. 10.14
:—[voice] Pass.,τὰ εἰς ἀλλήλους πεπλημμελημένα Isoc.5.37
;τὰ πλημμεληθέντα τῷ δήμῳ περὶ τοὺς στρατηγούς Plu.Arist.26
; to be wronged or sinned against, Pl.Phdr. 275e; ὑπό τινων Decr. ap. D.18.155; κατ' οὐδὲν ὑφ' ἡμῶν πεπλημμελημένοι Philipp.ib.166; ἐάν τι πλημμεληθῇ if anything goes wrong, Arist.PA 664b29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλημμελέω
-
3 συνάγω
A (lyr.), prob. in E.IA 290 (lyr.), [dialect] Ep.σύνᾰγον Il.14.448
: [tense] fut. συνάξω: [tense] aor. 1 συνῆξα, [dialect] Dor. ,1791 (Delph., ii B.C.); inf. συνάξαι v.l. in Ev.Luc. 3.17; part. συνάξας f.l. for συννάξας in Hdt.7.60: but the regul. [tense] aor. is συνήγαγον: [dialect] Att. [tense] pf.συνῆχα X.Mem.4.2.8
; (v.l. -γιοχ-, -γιωχ-, γειοχ-), Dsc.1.68, Iamb.VP35.254, etc.; [dialect] Dor.συναγάγοχα Test.Epict.3.12
: [tense] pf. [voice] Pass. συνῆγμαι, [dialect] Dor.- ᾶγμαι Ti.Locr.101b
.--Old [dialect] Att. [full] ξυνάγω, which Hom. also uses metri gr.:—bring together, gather together:I of persons, animals, etc., ἡ δὲ ξυνάγουσα γεραιὰς νηόν.. to the temple, Il.6.87, cf. Hdt.2.111, 3.150, etc.;ἐς ἕνα Χῶρον σ. μυριάδα ἀνθρώπων Id.7.60
;ἔνθα ποτ' Ὀρφεὺς σύναγεν δένδρεα μούσαις, σύναγεν θῆρας E.Ba. 563
(lyr.); ποίμνας Ὀλύμπου ς. S.Fr. 522; Ἕλληνας εἰς ἓν καὶ Φρύγας ς. E.Or. 1640, cf. Ar.Lys. 585 (anap.); σ. ἐς ὀλίγον crowd them into a narrow compass, Th.2.84;σ. εἰς ταὐτόν Pl.Phdr. 256c
, cf. Tht. 194b; εἰς ἕν, εἰς μίαν ἀρχήν, Arist.Pol. 1280b13, 1299b13; much like συνοικίζω, ib. 1285b7.2 bring together for deliberation or festivity,βουλήν Batr.134
;δικαστήριον Hdt.6.85
;τοὺς στρατηγούς Id.8.59
;ἐκκλησίαν τινὸς ἕνεκα Th.2.60
; ἔς τι, περί τινος, Id.1.120, X.HG7.1.27;οἱ νόμοι σ. ὑμᾶς, ἵνα.. D.19.1
;τὴν βουλὴν καὶ τὸν δῆμον Arist.Ath.43.3
; σ. πανηγύρεις, ἑταιρείας, συσσίτια, etc., Isoc.4.1,79, Pl.R. 365d, Lg. 625e, etc.;σ. ἔρανον Μηνὶ Τυράννῳ IG3.74.21
, cf. GDI1772, 1791 (Delph., ii B.C.):—[voice] Pass.,πανήγυρις.. συναγομένη SIG888.129
(Scaptopara, iii A.D.): abs., hold a club dinner or meeting, Thphr.Char.30.18, and so perh. OGI130.5 (Egypt, ii B.C.);σ. ἀπὸ συμβολῶν Diph.43.28
;ἔλεγον συνάγειν τὸ μετ' ἀλλήλων πίνειν Ath.8.365c
, cf. Sophil.4.2, Men.158, Hsch.; νυνὶ.. συνάγουσι they are at dinner, Men.Epit. 195.3 in hostile sense, ξ. Ἄρηα, ἔριδα Ἄρηος, ὑσμίνην, join battle, begin the battle-strife, etc., Il.2.381, 5.861, 14.448, al.; πόλεμον ς. Isoc.4.84.b match, pit two warriors one against the other, A.Th. 508: hence intr., ἐς μέσσον ς. engage in fight, Theoc.22.82;σ. τινί Plb.11.18.4
;εἰς Χεῖρας Plu.Publ.9
.4 bring together, join in one, unite,ἄμφω ἐς φιλότητα h.Merc. 507
;παράνοια σ. νυμφίους φρενώλεις A.Th. 756
(lyr.); τὸ κακὸν σέ τε κἀμὲ ς. E. Hel. 644 (lyr.), cf. Ar.Ach. 991 (lyr.);ἀνθρώπους εἰς κηδείαν X.Mem.2.6.36
; γυναῖκα καὶ ἄνδρα, of Isis, IG12(5).14.20 (Ios, iii A.D.): hence γάμους ς. contract marriages, X.Smp.4.64.5 bring together, make friends of, reconcile, Emp. ap. Arist.Metaph. 1000b11, D.58.42, 59.45; bring persons together in works of fiction,Κρέοντα καὶ Τειρεσίαν Pl. Ep. 311b
.6 σ. ἑαυτόν collect oneself, Plu.Phil.20.7 lead with one, receive,σ. εἰς τὸν οἶκον LXX 2 Ki.11.27
, cf. Jd.19.15; gave hospitality to..,Ev.Matt.
25.35:—[voice] Pass., Act.Ap.11.26.II of things,σύναγεν νεφέλας Od.5.291
, cf. Thphr.Vent.42;ἵνα οἱ σὺν φόρτον ἄγοιμι Od.14.296
;κήρυκες ὅρκια πιστὰ θεῶν σύναγον Il.3.269
;τὰ Χρήματα ἐκ τῶν ἀγρῶν X.An.6.2.8
; τὸ ἔλαιον ἐν ἀγγείοις interpol. in Hdt.6.119;τὰς εἰσφοράς Arist.Pol. 1314b15
, cf. PHib.1.157 (iii B.C.), PCair.Zen.315.1 (iii B.C.), etc.;καρπόν Plb.12.2.5
;κόγχον καὶ κύαμον Crates Theb.7
; τρυγᾶν καὶ ς. PRev.Laws 24.14 (iii B.C.); τὴν μήκωνα ς. Sammelb. 4305 (iii B.C.);σ. εἰς μίαν γωνίαν τὸ ἀποκτένισμα τοῦ στιππύου PCair.Zen.176.41
(iii B.C.);συναγαγεῖν καὶ συναθροῖσαι τὸ θερμόν Thphr.Ign.17
;εἰς ἀποθήκας Ev.Matt.6.26
;κοινὸν σ. τὸν βίον Pl.Plt. 311c
;σ. ἐκ δικαίων τὸν βίον Men.Mon. 196
; of an artist,σ. τὰ κάλλιστα ἐκ πολλῶν X. Mem.3.10.2
, cf. Pl.R. 488a.b of a historical writer,σ. τὰς πράξεις Isoc.12.252
, 15.45; συνηγμένος concise in speech, D.L.4.33; of an anthologist, ὅλας ῥήσεις εἰς ταὐτὸν ς. Pl.Lg. 811a; σ. εἰς ταὐτὸν τὰ κάλλιστα τοῖς αἰσχίστοις jumble together, identify, Aeschin.2.145, cf. Pl.Sph. 251d;Σειληνὸν καὶ Μαρσύαν.. εἰς ἕν Str.10.3.14
.2 draw together, so as to make the extremities meet, τὰ κέρεα (of an army) Hdt.6.113; Αἴας δὲ.. δεξιὸν κέρας πρὸς τὸ λαιὸν (dub. l.) (lyr.);σ. ἐς τετράγωνον τάξιν τοὺς ὁπλίτας Th.4.125
, cf. 1.63, etc.; σ. τὰ τέρματα, of two rivers which gradually approach one another, Hdt.4.52; σ. ἑαυτόν, of a snake, Arist.HA 594a19; σ. τοὺς πόρους, of a styptic, Thphr.Od.36; σ. τὰν ἁφάν, τὰν γεῦσιν, Ti.Locr. 101c; συναγμένα [φωνά] ib. 101b.b draw together, narrow, contract, [ τὴν διώρυχα] Hdt.7.23; πρῴρην ς. bring it to a point, Id.1.194; τὸν.. Χρόνον ὡς εἰς μικρότατον ς. D.Prooem.36;τὴν πόλιν Plb.5.93.5
, etc.;ἐκ μεγάλας δαπάνας εἰς μικρόν IG12(2).645
a.16 (Nesos, iv B.C.):—[voice] Pass.,συνάγεται καὶ διοίγεται ὁ φάρυγξ Arist.PA 664b25
;εἰς ὀξὺ συνῆχθαι Id.HA 496a19
;εἰς μικρόν Id.Mete. 354a7
, Democr. ap. Thphr.Ign.52; εἰς στενόν Didym. ap. Ath.11.477f;ποτήριον συνηγμένον εἰς μέσον Callix.3
; συνῆκται ἡ κοιλία is pinched in, drawn in, Archig. ap. Aët.6.3;ἐπὶ στενὸν συνάγεται τὸ στόμιον Sor.1.9
.cσ. τὰς ὀφρῦς S.Fr. 1121
, Ar.Nu. 582 (troch.), Antiph.218.2;ἐπισκύνιον Ar.Ra. 823
(lyr.); ; σ. τὰ βλέφαρα close the eyelids, ib.38, Gal.18(2).62; but σ. τὰ ὦτα prick the ears, of dogs, X.Cyn.3.5, cf. Ar.Eq. 1348;τὰ σκέλη πρὸς ἄλληλα Sor.1.101
, cf. 2.61 ([voice] Pass.), Diocl.Fr.141.d metaph.,σ. τινὰς ἐς κίνδυνον ἔσχατον App.Hann.60
; συνάγεσθαι to be straitened, afflicted, λιμῷ, σιτοδείᾳ, Plb.1.18.7,10; συνάγεσθαι τοῖς Χαρακτῆρσι to become pinched in its features, Sor.1.108; but πεφυκότος τοῦ θερμοῦ συνάγειν καὶ τονοῦν τὴν γαστέρα pull the stomach together, Gal.15.195; τὰ στύφοντα ἐδέσματα σ. καὶ σφίγγει τὰ σώματα ib.462, cf. 6.90, al.3 conclude from premisses, infer, prove, Arist.Rh. 1357a8, 1395b25, Metaph. 1042a3, Pol. 1299b12, Phld.Sign.12, al.;σ. ὅτι.. Arist.Rh. 1377b6
, cf. A.D. Conj.249.7: c. inf., Luc.Hist.Conscr.16: c. gen. abs., σ. ὥς τινος γενομένου form a conclusion of his having been.., Arist.Pol. 1274a25; συνάγοντες λόγοι cogent arguments, Stoic.2.77, Arr.Epict.1.7.12: also, sum up numbers, D.H.4.6, Ptol.Alm.9.10, Dioph.3.6, al.; also, obtain them by multiplication, ὁ συνηγμένος [ἀριθμὸς] ἐκ τῶν κβ καὶ πθ the product.., Aristarch.Sam.13, cf. Papp.22.7, Paul.Al.K.1; of division, give a quotient, Dioph.2.9; of an integer, yield a fraction (9 = 72/8), ib.12; of any calculation, yield a result, Id.1.25, al. ([voice] Pass.).4 [voice] Pass., συνάγεται τᾷ περιφορᾷ is carried along with it, Ti.Locr.98e. -
4 καταπειράζω
A- πειράσω Lys.30.34
:— make an attempt on,τήν τινος ψῆφον Lys.
l. c.;τοὺς τόπους LXX 2 Ma. 13.18
;τοὺς στρατηγούς Inscr.Prien.111.135
(i B. C.).2 c. gen., make trial of, τῶν πολεμίων, τῆς πόλεως, Plb.4.11.6, 4.13.5, cf.PAmh.2.134.3 (ii A. D.):—also in [voice] Med., Herod.Med. ap. Orib.10.40.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπειράζω
-
5 τελέω
τελέω (τελεῖς, -εῖ; -έων: fut. τελέσσω, τελέσει: impf. τέλει: aor. (ἐ)τέλεσσεν, τέλεσαν; τέλεσσον; τελέσαις, -άντων: τελέσαι, τελέσσαι: pass. aor. τελεσθέντων: pf. τετελεσμένον.)aI bring to pass, bring aboutτελεῖ δὲ θεῶν δύναμις καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν O. 13.83
“ τοῦτ' ἔργον βασιλεὺς ἐμοὶ τελέσαις” P. 4.230ἔργον πελώριον τελέσαις P. 6.41
ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.49
ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ, εὖ οἶδ ὅτι χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει N. 4.43
ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.6
ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες I. 8.30
“Κρονίων, τελεῖς ς[ ]πεπρωμέναν πάθαν (Π̆{ac} et Σ: τέλει Π̆{pc}: δύναται τελέω ἐπιτελέω Σ.) Πα. 8A. 15.II fulfil (prophecies) ἐν δὲ Πυθῶνι χρησθὲν παλαίφατον τέλεσσεν (sc. Οἰδίπους) O. 2.40 “ τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσον” P. 4.165III bring to fulnessθεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν P. 5.117
IV complete ( ναῦν) τέλεσαν ἃν πλαγαὶ σιδάρου (τέλεσεν Σ̆{γρ˙}, Wackernagel) P. 4.246b bring to birthτὸν μὲν εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ P. 3.9
“ νῦν σε ( Δία) — λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε ξεῖνον ἁμὸν μοιρίδιον τελέσαι” I. 6.46 τᾶς ὁ κράτιστος ἐράσσατο μιχθεὶς τοξοφόρον τελέσαι γόνον[ Πα. 7B. 52.c pay tribute of c. acc. & dat.παίδεσσιν ὕμνον Δεινομένεος τελέσαις P. 1.79
ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13
ψυχὰν Ἀίδᾳ τελέων οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν I. 1.68
d dub., ? reckon up ἑπτὰ δ' ἔπειτα πυρᾶν νεκρῶν τελεσθέντων Ταλαιονίδας εἶπεν ( νεκροῖς coni. Wil.: τελεσθεισᾶν Pauw, cf. Fraenkel on Ag. 562: τὰς πυρὰς ὁ Πίνδαρος καταριθμεῖται οὐ πρὸς αὐτοὺς τοὺς στρατηγοὺς ἀλλὰ τὰ τούτων στρατεύματα Σ; of the army of the Seven, cf. Thummer, 17̆{2}) O. 6.15e fragg. τελέσαι δ' ὀλ[ κα]τελάμβανον[ (Snell: τελε.αι G-H: τελεται Lobel) Πα. 12. 1. μάντις ὡς τελέσσω ἱεραπόλος Παρθ. 1. 5. -
6 κασαλβάζω
2 c. acc., κ. τοὺς στρατηγούς abuse them in strumpet fashion, Ar.Eq. 355.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κασαλβάζω
-
7 συνεπιμελέομαι
A join in taking care of or attending to, τινος Th.8.39, X.Eq.Mag.1.8, etc.; τῆς στρατιᾶς have joint charge of, Id.An.6.1.22;σ. μεθ' ἡμῶν προσήκει D. 48.5
, cf. Arist.Ath.49.3;συνεπιμέλεσθαι δὲ αὐτῷ καὶ τοὺς στρατηγούς IG12.59.14
, cf. 88.19; τοῦ ἀναθήματος.. τῇ βουλῇ -ήθησαν Ἀρχ. Ἐφ. 1917.41 (Attic decree, iv B.C.): abs., X.Mem.2.8.3; ;ὅπως ἂν τάχιστα τυθῇ IG12.39.68
;ὅπως τι ληφθῇ PCair.Zen.217.6
(iii B.C.), cf. IG22.678.14;σ. ἵνα.. OGI 214.24
(Milet., iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεπιμελέομαι
-
8 ἀναιρέω
A take up, ἀνελόντες ἀπὸ χθονός having raised the victim from the ground, so as to cut its throat (cf. αὐερύω), Od.3.453.2 take up and carry off, bear away, esp. prizes,ἀέθλια Il.23.736
, cf. 551;στεφανηφόρους ἀγῶνας ἀναραιρηκότα Hdt.5.102
;Ὀλύμπια ἀναραιρηκώς 6.36
, cf. B. 1.1.4 take up bodies for burial,ἀνελόντες καὶ κατακλαύσαντες Ar. V. 386
, cf. X.An.6.4.9; more common in [voice] Med., v. infr. B. 1.3.II make away with, destroy, of men, kill, Hdt.4.66;πολλοὺς ἀναιρῶν A.Ch. 990
; σὲ μὲν ἡμετέρα ψῆφος ἀ. E.Andr. 517;θανάτοις ἀ. Pl.Lg. 870d
;ἐκ πολιτείας τοιαῦτα θηρία ἀ. Din.3.19
, etc.2 of things, abrogate, annul,ὅρους ἀνεῖλον πολλαχῇ πεπηγότας Sol.36.4
;νόμον Aeschin.3.39
;διαθήκας Is.1.14
;στήλας And.1.103
;ἀταξίαν D.3.35
, etc.;ἐκ μέσου ἀ. βλασφημίας Id.10.36
;τηλικαύτην ἀνελόντας μαρτυρίαν Id.28.5
; abolish,τὰς τῶν παρανόμων γραφάς Arist.Ath.29.4
:— [voice] Pass.,ἀνῄρηνται ὀλιγαρχίαι X.Cyr.1.1.1
.3 destroy an argument, confute it, Arist.; esp. confute directly, opp. διαιρέω (v.ἀναίρεσις 11.4
), Arist.SE 176b36, al.; ἀ. ἑαυτὸν confute oneself, Olymp.in Mete.25.14.4 in argument, do away with,τὰς ὑποθέσεις Pl.R. 533c
; deny, opp. τιθέναι, S.E.P.1.192, al.III appoint, ordain, of oracle's answer to inquiry,ὁ θεὸς αὐτοῖς ἀ. παραδοῦναι Th.1.25
;οὓς ἂν ὁ θεὸς ἀνέλῃ Pl.Lg. 865d
, cf. 642d;ἀνεῖλεν θεοῖς οἷς ἔδει θύειν X.An.3.1.6
: also c. acc. et inf., , etc.: abs., answer, give a response, ἀνεῖλε τὸ χρηστήριον ibid.; ἀ. τι περί τινος give an oracle about a thing, Pl.Lg. 914a;μαντείας ἀ. D. Ep.1.16
:—[voice] Pass., Id.21.51.B [voice] Med., take up for oneself, take up, pick up,οὐλοχύτας ἀνέλοντο Il.1.449
; ἀσπίδα, ἔγχος, 11.32, 13.296;κυνέην Hdt.1.84
; ; achieve, win, ἀ. τὴν Ὀλυμπιάδα, τὴν νίκην, Hdt.6.70, 103, D.H.5.47; generally, ἀ. ἐπιφροσύνας take thought, Od.19.22;εὐδαιμονίαν Pi.N.7.56
, cf. Thgn.281; in bad sense,ὄνειδος σπαργάνων ἀ. S.OT 1035
; εἴ σ' ἀνελοίμην if I should take thee into my service, Od.18.357; σῖτα ἀ. get forage, Hdt.4.128; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς ἀ. exact vengeance for.., Id.2.134.2 take up and carry off, snatch,κούρας ἀνέλοντο θύελλαι Od.20.66
;ἀναιρούμενος οἴκαδε φέρειν Pl.Lg. 914b
; ἀνείλατο (for the form cf. Hsch.)δαίμων Epigr.Gr.404.1
.3 take up for burial (cf. A.1.4), Hdt.4.14, Th.4.97, etc.; ;τὰ ὀστέα Hdt.2.41
; of the ashes of the dead,πυρὸς ἀ. ἄθλιον βάρος S.El. 1140
; of one still living, E.Hel. 1616, X.HG6.4.13; τοὺς ναυαγούς ib.1.7.4, cf. 11;τοὺς δέκα στρατηγοὺς τοὺς οὐκ ἀνελομένους τοὺς ἐκ τῆς ναυμαχίας Pl.Ap. 32b
:—[voice] Pass.,ἀναιρεθέντων τῶν νεκρῶν.. ὑγιὴς ἀνῃρέθη Id.R. 614b
, al.4 take up in one's arms, Il.16.8: hence, take up new-born children, own them, Plu.Ant.36, cf. Ar.Nu. 531; take up an exposed child, Men. Sam. 159, cf. BGU 1110, etc.5 conceive in the womb, c. acc., Hdt. 2.108, 6.69.II take upon oneself, undertake,πόνους Hdt.6.108
; πόλεμόν τινι war against one, Id.5.36;πολέμους ἀναιρούμεσθα E.Supp. 492
, cf. D.1.7;ἀ. ἔχθραν Pl.Phdr. 233c
, D.6.20; ἀ. δημόσιον ἔργον undertake, contract for the execution of a work, Pl.Lg. 921d, cf. a, b, D.53.21.2 accept as one's own, adopt,γνώμην Hdt.7.16
.ά; τὰ οὐνόματα τὰ ἀπὸ τῶν βαρβάρων ἥκοντα 2.52
; ἀ. φιλοψυχίην entertain a love for life, 6.29.III rescind, cancel, συγγραφήν, συνθήκας, etc., D.34.31, 48.46, IG7.3171 (Orchom. [dialect] Boeot., iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναιρέω
-
9 κάθαρμα
A that which is thrown away in cleansing: in pl., offscourings, refuse of a sacrifice, A.Ch.98; residuum of ore after smelting, slag, Str.3.28: sg.,=κάθαρσις 11
, Hp.Epid. 5.2.2 = φαρμακός, Sch.Ar.Pl. 454, Sch.Id.Eq. 1133: hence metaph., of persons, outcast, Ar.Pl. 454;αἱρούμενοι καθάρματα στρατηγούς Eup.117.8
;τοὺς μὲν καθάρματα, τοὺς δὲ πτωχούς, τοὺς δ' οὐδ' ἀνθρώπους ὑπολαμβάνων εἶναι D.21.185
, cf. 199, 18.128, Aeschin.3.211, etc.II in pl.,= κάθαρσις, purification, E.IT 1316; ποντίων καθαρμάτων.. ἀμοιβάς in return for clearing the sea (of pirates), Id.HF 225.III ἐντὸς τοῦ καθάρματος within the purified ground where the assembly was held, Ar.Ach.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάθαρμα
-
10 ἐπιπλέω
A- πλεύσομαι Th.3.16
: [tense] aor. 1 - έπλευσα ib.80, [dialect] Ion.- έπλωσα Hdt.1.70
: [dialect] Ep. [ per.] 2sg. [tense] aor. 2 ἐπέπλως, part. ἐπιπλώς, but (Il.3.47) ἐπιπλώσας:— sail upon or over, ἐπέπλεονὑγρὰ κέλευθα Il.1.312
, Od.4.842;πόντον ἐπιπλώων 5.284
; πόντονἐπέπλως 3.15
;ἐπιπλὼς εὐρέα πόντον Il.6.291
; ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸνὕδωρ Od.9.227
, etc.II. sail against, attack by sea,νηυσὶ ἐ. τινί Hdt.5.86
;τῇ Κερκύρᾳ Th.3.76
;ἐπὶ τὰς Μινδάρου ναῦς X.HG1.5.11
, etc.;ἐπὶ τὴν Σαλαμῖνα D.S.20.50
: abs., Hdt.1.70, 6.33; also of the ships, Th.3.80: generally, sail on, Plb.1.25.4, etc.III. sail on board a ship, Hdt.7.98, 8.67, Th.2.66; of commanders, τοὺς ἐπὶ τῶννεῶν ἐ. στρατηγούς Hdt.5.36
; [ ναύαρχος] Th.3.16; ξύμβουλος ib.76;ταμίας D.49.14
; also ἐ. ταῖς ἐμπορίαις sail in charge of, Id.56.8; and ὁ ἐπιπλέων the supercargo, Id.32.12;οἱ ἐπιπλεύσαντες ἐπὶ τοῦ ἐλαίου PCair.Zen.77.2
(iii B.C.).IV. of a naval commander, sail past (in order to address, cf. ἐπιπάρειμι (B)4),τοὺς κυβερνήτας καὶ τριηράρχους Plu.Lys.11
.V. sail after,ἐπὶ παντὶ τῷ στόλῳ Plb.1.50.5
; sail up afterwards, ib.25.4.VI. float upon, ἐπ' αὐτοῦ (sc. τοῦ ὕδατος) Hdt.3.23;ἐπὶ τῆς θαλάσσης Arist.HA 622b6
;ἐπὶ τῷ ὕδατι Id.Mete. 384b17
; slip, slide upon ice, Plb.3.55.2,4.VII. overflow (of a river), gloss on ἄρδειν, interpol. in App.BC2.153; μέχρι ἐπιπλεύσῃ until (the water) covers the substance, PHolm.21.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπλέω
-
11 προσαιρέομαι
A choose and associate with,τινάς τινι ξυμβούλους Th.5.63
; ἑωυτῷ π. τινά take for one's companion or ally, Hdt.9.10; κοινὸν αὑτοῖς [διαιτητήν] D.59.45;σφίσιν αὐτοῖς ἄρχοντας Arist.Ath. 35.1
; (Milet., v B. C.), cf. IG12.56.27, 84.38.III [voice] Act. προσαιρεῖν appoint as one's assistant, POxy.58.17 (iii A.D.): [tense] aor. part. προσελών dub. sens. in PPetr.2.20 iii 9 (cf. 3p.76, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαιρέομαι
-
12 σπάνιος
σπᾰν-ιος, α, ον (also ος, ον Arist.HA 608b21, Thphr.Lap.3, Plb.4.16.3, etc.), of persons and things,A rare, scarce, scanty, Hdt.2.67, 5.29, etc.; σ. θήρευμα.. λαβεῖν a rare catch, E.IA 1162; of persons, rarely seen, aloof, δυσπρόσιτος, ἔσω τε κλῄθρων σπάνιος ib. 345 (troch.);σ. σεαυτὸν παρέχειν Pl.Euthphr.3d
, cf. Plu.Crass.7; τῷ ὕδατι σ. χρώμενοι having a scanty supply of water, Th.7.4; in an Adv.sense, σπάνιος ἐπιφοιτᾷ he seldom visits, Hdt.2.73; so τοὺς σπανίους ἰδεῖν στρατηγούς seldom seen, X.Cyr.7.5.46, cf. Pl.Lg. 953c;σπάνιοι περιπεπλεύκασι Str.15.1.4
; σπάνιόν ἐστι, c. inf., it is seldom that.., X.Cyr.1.3.3, Isoc.10.13; opp. ῥᾴδιον, Archyt.3; σπάνιον εἴ τις.. it is rare for one to.., Str.7.3.4: τὸ ς. Aeschin.3.180, Arist.Mete. 372a23;ὁ ταὧς διὰ τὸ σ. θαυμάζεται Eub.114
.II [comp] Comp.σπανιώτερος Hdt.8.25
, Th. 1.33, etc.: [comp] Sup.- ώτατος Id.7.68
, Lyr.Adesp.138.1, Pl.Cra. 389a, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπάνιος
-
13 ὁποῖος
ὁποῖος, α, ον, [dialect] Ep. [full] ὁπποῖος, η, ον, Hom., but twice ὁποῖος, Od.17.421,19.77 ; [dialect] Ion. [full] ὁκοῖος, η, ον, Archil.70, Hdt.2.82, al., GDIivp.883 (Erythrae, iv B. C.); Cret. [full] ὀτεῖος (q. v.): correlat. to ποῖος: replaced by οἷος in [dialect] Att. Inscrr. after 300 B.C.:1 as Relat., of what sort or quality, ὁπποῖόν κ' εἴπῃσθα ἔπος, τοῖόν κ' ἐπακούσαις as [is] the word thou hast spoken, such shalt thou hear again, Il.20.250 ; τοίῳ ὁποῖος ἔοι such as he might be, Od.17.421 ; .2 in indirect questions, Od.1.171, etc. ; : in direct questions only as f.l. in E.Ph. 878,Ba. 663 : sts. folld. by ποῖος in the same clause,οὐ γὰρ αἰσθάνομαί σου ὁποῖον νόμιμον ἢ ποῖον δίκαιον λέγεις X.Mem.4.4.13
;οὐκ οἶδα ὁποίᾳ τόλμῃ ἢ ποίοις λόγοις χρώμενος ἐρῶ Pl.R. 414d
.II with indefinite words added,ὁποῖός τις Th.7.38
, X.An.2.2.2 ;ὁκοῖόν τι Hdt.1.158
;γιγνομένων ὁποῖοί τινες ἔτυχον Arist.Pol. 1286b24
; so in Hom., ὁπποῖ' ἄσσα of what sort, for ὁποῖά τινα, Od.19.218 ;ὁποῖ' ἄττα Pl.Grg. 465a
; of what kind soever,Id.
Tht. 152d, al. ; ὁποῖος δή, δήποτε, δηποτοῦν, and οὖν δή, asὁποία δὴ φλέψ X.HG5.4.58
;τοὺς ὁποιουσδήποτε.. ἐξεπέμπετε στρατηγούς D.18.146
: gen.,ὁποίου τινὸς οὖν X.Cyr.2.4.10
: acc. fem.,ὁποιαντινοῦν Lys.13.11
; ;ὁποιοσποτοῦν Arist.Ph. 253b23
;ὁποιοσδητισοῦν Iamb.
ap. Simp.in Ph.639.30 ; πόλιν.. οὐδ' ὁποίας ἥττω inferior to none, Plb.4.65.3 ;οὔτ' ἄλλους οὐδ' ὁποίους Theopomp.Hist.217
(c) ;μηδὲ καθ' ὁποῖον τρόπον SIG672.14
(Delph., ii B. C.) ; μηδ' ὁτίη or μηδοτίη, v. μηδοτίη.IV Adv. ὁποίως, qualiter, Gloss.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
νικηφόρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ίδρυσε τη Μονή Χαρσιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Οκτωβρίου. 2. Ν. ο Φωκάς. Αυτοκράτορας του Βυζάντιου. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. 3. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι μαζί με τον Στέφανο και… … Dictionary of Greek
Ηρακλείδης — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας των Ελλήνων που κατοικούσαν στα Μύλαδα της Καρίας (αρχές 6ου – μέσα 5ου αι. π.Χ.). Όταν έγινε η επανάσταση των ιωνικών πόλεων το 489 π.Χ, ο Η. τέθηκε επικεφαλής των επαναστατών, κυρίευσε την οδό προς τα… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek
ραβδούχος — Για τους αρχαίους Έλληνες ρ. ήταν αυτός που κρατούσε τη ράβδο ως ένδειξη αξιώματος, δηλαδή ως κριτής ή ένας από τους πέντε, που επέβλεπαν την τήρηση της τάξης στο θέατρο καθώς και στους αγώνες. Οι «αλύται» της Ολυμπίας ονομάζονταν ρ. (Θουκ. 5,… … Dictionary of Greek
δράκων — I (680; – 600 π.Χ.). Αθηναίος νομοθέτης. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός του γραπτού πολιτικού και ποινικού κώδικα της πόλης. Η νομοθεσία του Δ. αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της αρχαίας Αθήνας και συνετέλεσε στην πρόοδο προς τη δημοκρατία, ενώ η… … Dictionary of Greek
Απάτσι ή Απάχες — (Apaches). Αυτόχθονες της Bόρειας Αμερικής που κατοικούσαν, πριν από την κατάκτηση των λευκών, στις περιοχές που είναι σήμερα γνωστές ως Αριζόνα και Νιου Μέξικο, και ακόμα στο δυτικό Τέξας, στο βορειοδυτικό Μεξικό και σε μια μικρή περιοχή του… … Dictionary of Greek